- ψυχοπλάκωμα
- το, Ν [ψυχοπλακώνω]κατάθλιψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοπλάκωση — η, Ν [ψυχοπλακώνω] ψυχοπλάκωμα … Dictionary of Greek
ψυχοπλακωτικός — ή, ό, Ν [ψυχοπλακώνω] αυτός που προκαλεί ψυχοπλάκωμα, κατάθλιψη … Dictionary of Greek